πεντηκονθήμερος

πεντηκονθήμερος
πεντηκονθήμερος, ον,
A of fifty days,

προθεσμία D.H.2.57

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεντηκονθήμερος — η, ο / πεντηκονθήμερος, ον, ΝΑ αυτός που διαρκεί πενήντα ημέρες ή αυτός που περιλαμβάνει διάστημα πενήντα ημερών («πεντηκονθήμερος προθεσμία», Διον. Αλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκονθήμερο χρονικό διάστημα πενήντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονθημέρου — πεντηκονθήμερος of fifty days masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”